- σκοπευτικός
- η , ό[ν] прицельный;
σκοπευτική γραμμή — линия прицела;
σκοπευτικόν μηχάνημα ( — или όργανον) — прицельное приспособление, прицел
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκοπευτική γραμμή — линия прицела;
σκοπευτικόν μηχάνημα ( — или όργανον) — прицельное приспособление, прицел
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκοπευτικός — ή, ό, / σκοπευτικός, ή, όν, ΝΑ [σκοπευτής] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκόπευση 2. φρ. α) «σκοπευτικά μηχανήματα» στρ. όργανα σχετικώς πολύπλοκα, προσαρμοσμένα στους κιλλίβαντες τών πυροβόλων, με τα οποία πραγματοποιείται η κατά… … Dictionary of Greek
σκοπευτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σκόπευση και στους σκοπευτές: Αναδείχτηκε νικητής στους σκοπευτικούς αγώνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διοπτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόπτευση, σκοπευτικός … Dictionary of Greek